σιγοβράζω

σιγοβράζω
Ν
1. (μτβ.) βράζω κάτι σε σιγανή ή σε μέτρια φωτιά, βράζω σιγά σιγά
2. (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό, βράζω σιγά σιγά
3. φρ. «σιγοβράζει το κακό»
μτφ. το κακό δρα χωρίς να φαίνεται, διαμορφώνεται μια αρνητική κατάσταση χωρίς να είναι εμφανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιγοβράζω — σιγοβράζω, σιγόβρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιγοβράζω — σιγόβρασα 1. μτβ., βράζω κάτι σιγά σιγά. 2. αμτβ., βράζει σιγά σιγά: Βάλε λίγη φωτιάκαι άφησε το φαγητό να σιγοβράσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

  • κουφοβράζω — 1. βράζω, αργά, σιγοβράζω 2. (για μετεωρ. φαινόμενα) είμαι πνιγηρός («τ αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε», Βαλαωρ.) 3. μτφ. σιγοκαίω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι αφανὼς («κουφοβράζει η αγανάκτηση τοὺ …   Dictionary of Greek

  • μεταφέψω — (Α) σιγοβράζω, βράζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀφέψω «καθαρίζω με βρασμό»] …   Dictionary of Greek

  • μωλύω — και μωλύνω (Α) 1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι 2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά ii) καταλήγω σε σήψη,… …   Dictionary of Greek

  • περισμύχω — Α 1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά 2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»] …   Dictionary of Greek

  • σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κουφοβράζω — κουφόβρασα, κουφοβρασμένος, σιγοβράζω, βράζω σιγά σιγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”